θρυαλλίδα
Προφορά
Ετυμολογία
θρυαλλίδα αρχαία ελληνική θρυαλλίς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θρυαλλίδα
✦ το φιτίλι
✦ (μτφ. ) αφορμή: μια τέτοια πλάνη μπορεί να γίνει η θρυαλλίδα για ανυπολόγιστες και αλυσιδωτές αντιδράσεις στο δημόσιο χώρο (Βήμα)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–