θρούμπα
Προφορά
Ετυμολογία
θρούμπα αρχαία ελληνική επίθετο δρυπεπής (= καρπός που ωρίμασε στο δέντρο) > δρύπεπη > δρύππα > δρούππα, και σε συσχετισμό με το αρωματικό φυτό θρούμπη > θρούμπα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θρούμπα
✦ ελιά που έπεσε ώριμη από το δέντρο
✦ ελιά αρωματισμένη με θρούμπι
Συνώνυμα
χαμάδα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–