θροφή


θροφή
Προφορά

Ετυμολογία
θροφή μεσαιωνική ελληνική θροφή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θροφή

✦ τροφή: θροφή στα μάτια, σαν η ελιά στο στόμα, ο λυχνοστάτης (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.