θρηνητικός


θρηνητικός
Προφορά

Ετυμολογία
θρηνητικός αρχαία ελληνική θρηνητικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ θρηνητικός -ή, -ό

✦ που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο: θρηνητικό άσμα
✦ πένθιμος
✦ (για πρόσ.) που θρηνεί: θρηνητική, πικρή μοιρολογήτρα (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα
θρηνώδης, κλαψιάρικος
Αντίθετα

Επιρρήματα
θρηνητικά (Κ θρηνητικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.