θρεφτάρι


θρεφτάρι
Προφορά

Ετυμολογία
θρεφτάρι υποκορ. του επιθέτου θρεφτός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το θρεφτάρι

✦ βόσκημα καλοθρεμμένο, κατάλληλο για σφαγή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.