θρεμμένος


θρεμμένος
Προφορά

Ετυμολογία
θρεμμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του ρήματος τρέφω

Ερμηνεία
θρεμμένος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. ευτραφής
✦ (εύχρ. ιδ. για σφάγια) σιτευτός
✦ αναθρεμμένος, μεγαλωμένος: θρεμμένος με την αγάπη για την πατρίδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.