θραύσμα


θραύσμα
Προφορά

Ετυμολογία
θραύσμα αρχαία ελληνική θραῦσμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το θραύσμα

✦ κομμάτι αποσπασμένο από σκληρό σώμα με θραύση: βρέθηκαν θραύσματα αγγείων – το θραύσμα από οβίδα, που με βρήκε στον αριστερό μηρό, μου έσπασε το κόκαλο (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.