θραύση
Προφορά
Ετυμολογία
θραύση αρχαία ελληνική θραῦσις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θραύση
✦ σπάσιμο, βίαιος αποχωρισμός των μορίων σκληρού σώματος
✦ (μτφ. ) καταστροφή, όλεθρος
✦ φρ. κάνω θραύση, καταστρέφω ή επιβάλλομαι με εντυπωσιακά μέσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–