θρέψιμο


θρέψιμο
Προφορά

Ετυμολογία
θρέψιμο θρέφω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το θρέψιμο

✦ η θρέψη
✦ (ειδ.) η επούλωση, το κλείσιμο πληγής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.