θρέμμα


θρέμμα
Προφορά

Ετυμολογία
θρέμμα αρχαία ελληνική θρέμμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το θρέμμα

✦ ό,τι έθρεψε ή τρέφει κανείς
✦ πληθ. θρέμματα, τα βοσκήματα
✦ φρ. γέννημα θρέμμα, γεννημένος και αναθρεμμένος κάπου ή από κάποιον: γέννημα θρέμμα της Μακεδονίας – γέννημα θρέμμα μου

Συνώνυμα
ανάθρεμμα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.