θράκα


θράκα
Προφορά

Ετυμολογία
θράκα αθράκα, μεγεθ. του αθράκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θράκα

✦ σωρός από αναμμένα κάρβουνα, ανθρακιά: το τζάκι σιγόσβηνε, θαμπή φεγγοβολή έριχνε γύρω η θράκα (Άγγ. Τερζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.