θου


θου
Προφορά

Ετυμολογία
θου β΄ ενικό πρόσ. προστακτ. του αορίστου β΄ ἐθέμην του αρχαίου ελληνικού ρ. τίθεμαι

Ερμηνεία
θου

✦ εύχρ. στην εκκλ. φρ. θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου, σε περίπτωση που κάποιος προσπαθεί να συγκρατήσει τον εαυτό του από το να ξεστομίσει βαριά φράση ή μομφή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.