θορυβώ


θορυβώ
Προφορά

Ετυμολογία
θορυβώ αρχαία ελληνική θορυβέω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα θορυβώ -είς, -εί

✦ προκαλώ θόρυβο
✦ προκαλώ ταραχή, σύγχυση, ανησυχία
(μτφ. ) προκαλώ την προσοχή της κοινής γνώμης με ευτελή μέσα
✦ θορυβούμαι, αναστατώνομαι, ανησυχώ έντονα: με τα νέα αγορανομικά μέτρα, οι έμποροι θορυβήθηκαν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.