θορυβοποιός
Προφορά
Ετυμολογία
θορυβοποιός μεταγενέστερη ελληνική θορυβοποιός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θορυβοποιός -ός, -ό
✦ που προκαλεί θόρυβο
✦ ο, η θορυβοποιός ως ουσ., ταραξίας ή άνθρωπος που επιδιώκει την προβολή του με την πρόκληση θορύβου, συζητήσεων γύρω από το όνομά του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–