θολός


θολός
Προφορά

Ετυμολογία
θολός αρχαία ελληνική θολός

Ερμηνεία
επίθετο┘ θολός -ή, -ό

✦ θαμπός, σκοτεινιασμένος: θολά που είναι τα μάτια σου, θολά, θλιμμένα (Λ. Πορφύρας) – θολός ουρανός
✦ βουρκωμένος: θολό νερό
✦ φρ. ψαρεύει σε θολά νερά, ενεργεί ή συμπεριφέρεται κακόπιστα, ύποπτα

Συνώνυμα

Αντίθετα
καθαρός, διαυγής
Επιρρήματα
θολά (Κ θολώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.