θολοσκέπαστος


θολοσκέπαστος
Προφορά

Ετυμολογία
θολοσκέπαστος θόλος + σκεπάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ θολοσκέπαστος -η, -ο

✦ που έχει θολωτή σκεπή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.