θολάμι
Προφορά
Ετυμολογία
θολάμι θαλάμι, βλ.λ.
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το θολάμι
✦ φωλιά θαλάσσιων ζώων και ιδ. του χταποδιού μέσα σε ρωγμές βράχων του βυθού ή σε υποθαλάσσιες κοιλότητες: της έδειχνε τις τρύπες των ψαριών, τα θολάμια όπου τα χταπόδια παραμονεύουν με απλωμένα για καβγά τα οχτώ ζουνάρια τους (Στρ. Μυριβήλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–