θνησιμότητα


θνησιμότητα
Προφορά

Ετυμολογία
θνησιμότητα επίθετο θνήσιμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θνησιμότητα

✦ η αναλογία των θανάτων σε συνολικό αριθμό ατόμων, σε ορισμένο τόπο και χρόνο: οι υπανάπτυκτες χώρες παρουσιάζουν υψηλό δείκτη θνησιμότητας – έχει μειωθεί αισθητά η θνησιμότητα στην παιδική ηλικία

Συνώνυμα

Αντίθετα
γεννητικότητα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.