θλάση


θλάση
Προφορά

Ετυμολογία
θλάση αρχαία ελληνική θλάσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θλάση

✦ σπάσιμο, θραύση |(ιατρ.) πρόκληση βλάβης στους ιστούς, χωρίς λύση της συνέχειας του δέρματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.