θιασάρχης


θιασάρχης
Προφορά

Ετυμολογία
θιασάρχης μεταγενέστερη ελληνική θιασάρχης

Ερμηνεία
θιασάρχης

✦ ουσ. θηλ. θιασάρχισσα (Κ -ρχις, -ιδος) ο επικεφαλής θιάσου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.