θητεύω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply θητεύωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/θητεύω.mp3Ετυμολογίαθητεύω αρχαία ελληνική θητεύω Ερμηνεία└ρήμα┘ θητεύω ✦ εργάζομαι, δουλεύω ✦ (μτφ. ) ασχολούμαι με κάτι με συνείδηση επαγγελματική ✦ μαθητεύω σε καλλιτέχνη ή δημιουργό Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–