θητεύω


θητεύω
Προφορά

Ετυμολογία
θητεύω αρχαία ελληνική θητεύω

Ερμηνεία
ρήμα θητεύω

✦ εργάζομαι, δουλεύω
(μτφ. ) ασχολούμαι με κάτι με συνείδηση επαγγελματική
✦ μαθητεύω σε καλλιτέχνη ή δημιουργό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.