θητεία


θητεία
Προφορά

Ετυμολογία
θητεία αρχαία ελληνική θητεία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θητεία

✦ η υπηρεσία των κληρωτών στο στρατό
✦ υπηρεσία για ορισμένο χρονικό διάστημα: διετής η θητεία των μελών του συμβουλίου
(μτφ. ) απασχόληση επαγγελματικού χαρακτήρα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.