θεϊσμός
Προφορά
Ετυμολογία
θεϊσμός Θεός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο θεϊσμός
✦ θεωρία δεχόμενη την ύπαρξη ενός Θεού που δημιούργησε τον κόσμο και επενεργεί στη ζωή των όντων και στη φύση (σε αντίθεση προς τον ντεϊσμό κατά τον οποίο ο θεός δεν επιδρά ούτε στον κόσμο ούτε στον άνθρωπο)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–