θερμοκήπιο
Προφορά
Ετυμολογία
θερμοκήπιο θερμός + κήπος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το θερμοκήπιο
✦ χώρος στεγασμένος και περίφρακτος (συν. υαλόφρακτος), όπου δημιουργούνται τεχνητές οικολογικές συνθήκες για την καλλιέργεια ευαίσθητων φυτών, η σέρα
✦ (μτφ. ) προστατευτικό περιβάλλον για την ανάπτυξη κάποιου ή κάτι
✦ (μετεωρ.) φαινόμενο θερμοκηπίου, συγκράτηση από την ατμόσφαιρα της θερμικής ενέργειας του ήλιου και συσσώρευση θερμότητας από τη γη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–