θεομπαίχτης


θεομπαίχτης
Προφορά

Ετυμολογία
θεομπαίχτης Θεός + (ε)μπαίχτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θεομπαίχτης

✦ θηλ. θεομπαίχτρα που εμπαίζει το Θεό και τα θεία, ασεβής, απατεώνας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.