θεοδικία


θεοδικία
Προφορά

Ετυμολογία
θεοδικία θεός + δίκη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θεοδικία

✦ κρίση του θεού συν. για την αθωότητα ή την ενοχή ενός ατόμου που εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημεία (κατά τις δοξασίες πρωτόγονων λαών)
✦ (φιλοσ.) η δικαίωση του θεού για τη δημιουργία και του κακού στον κόσμο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.