θεογνωσία
Προφορά
Ετυμολογία
θεογνωσία μεταγενέστερη ελληνική θεογνωσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θεογνωσία
✦ η γνώση των εντολών του Θεού
✦ (μτφ. ) σύνεση, ορθοφροσύνη: αδύνατο να τον βάλεις σε θεογνωσία (να τον συνετίσεις)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–