θεογεννήτορας


θεογεννήτορας
Προφορά

Ετυμολογία
θεογεννήτορας μεσαιωνική ελληνική θεογεννήτωρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θεογεννήτορας

✦ θηλ. θεογεννήτρια κ. θεογεννήτρα που γέννησε τον θεό: άγια, θεογεννήτρα ανατολή (Ν. Καζαντζάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.