θεογενής
Προφορά
Ετυμολογία
θεογενής μεταγενέστερη ελληνική θεογενής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θεογενής -ής, -ές
✦ ο γεννημένος, ο καταγόμενος από θεό: μην χάσει …ούτ’ ένα μόριο της αρχαίας, της θεογενούς του ουσίας (Τ. Παπατσώνης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–