θεμελιώνω
Προφορά
Ετυμολογία
θεμελιώνω αρχαία ελληνική θεμελιόω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θεμελιώνω
✦ ρίχνω θεμέλια
✦ (μτφ. ) εδραιώνω, τεκμηριώνω: βέβαια, τα σημεία τούτα της ζωής του Κάλβου πρέπει να ερευνηθούν κάποτε καλύτερα και να θεμελιωθούν σε περισσότερες ειδήσεις (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–