θεμελιώδης


θεμελιώδης
Προφορά

Ετυμολογία
θεμελιώδης θεμέλιον

Ερμηνεία
επίθετο┘ θεμελιώδης -ης, -ες

✦ που χρησιμεύει ως θεμέλιο, ως βάση
(μτφ. ) βασικός, πρωταρχικής σημασίας: θεμελιώδεις κανόνες

Συνώνυμα
κεφαλαιώδης
Αντίθετα
επουσιώδης
Επιρρήματα
θεμελιωδώς

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.