θεμελιωτής


θεμελιωτής
Προφορά

Ετυμολογία
θεμελιωτής μεταγενέστερη ελληνική θεμελιωτής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θεμελιωτής

✦ ιδρυτής, αυτός που έβαλε τα θεμέλια: θεμελιωτής της δημοκρατίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.