θεληματικός
Προφορά
Ετυμολογία
θεληματικός μεσαιωνική ελληνική θεληματικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θεληματικός -ή, -ό
✦ εκούσιος
✦ σκόπιμος
✦ (ως ουσ.) άνθρωπος με ισχυρή θέληση: θεληματική γυναίκα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
αθέλητος, ακούσιος
Επιρρήματα
θεληματικά (Κ θεληματικώς)