θεαματικότητα
Προφορά
Ετυμολογία
θεαματικότητα θεαματικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θεαματικότητα
✦ η ιδιότητα του θεαματικού
✦ η ιδιότητα τηλεοπτικής εκπομπής να προκαλεί το ενδιαφέρον του κοινού· στις μεθόδους μετρήσεως εκφράζεται με ποσοστό: η θεαματικότητα των δελτίων ειδήσεων έπεσε κάτω από το 10%
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–