θεαματικός
Προφορά
Ετυμολογία
θεαματικός θέαμα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θεαματικός -ή, -ό
✦ που παρουσιάζει ωραίο θέαμα: θεαματική η εκτέλεση των ασκήσεων
✦ εντυπωσιακός: θεαματική άνοδος του τιμαρίθμου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
θεαματικά (Κ θεαματικώς)