θείωση


θείωση
Προφορά

Ετυμολογία
θείωση θείον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θείωση

✦ το θειάφισμα
✦ (ειδ.) η κατεργασία οργανικής ύλης με θείο ή θειούχες ενώσεις για βελτίωση των ιδιοτήτων της

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.