θαύμα


θαύμα
Προφορά

Ετυμολογία
θαύμα αρχαία ελληνική θαῦμα

Ερμηνεία
θαύμα

✦ καθετί που γίνεται παρά τους φυσικούς νόμους: τα θαύματα της Παναγίας – του Χριστού – των αγίων
✦ παράδοξο, ανεξήγητο περιστατικό: είναι θαύμα το ότι κατάφερε να βγει ζωντανός από τα ερείπια
✦ φρ. ως εκ θαύματος, για κάτι τόσο απροσδόκητο ώστε να αποδίδεται σε θαύμα: γλίτωσε ως εκ θαύματος
✦ φρ. ω του θαύματος, για κάτι αναπάντεχο: εκεί που λέγαμε ότι μας ξέχασε, ω του θαύματος, χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ο ίδιος – εν τω άμα και το θάμα, για κάτι που συμβαίνει απροσδόκητα και αμέσως μετά από μνεία που έγινε γι’ αυτό· και στις λόγ. φρ. θαύμα ιδέσθαι (ά. θαυμαστόν ιδείν), είναι αξιοθαύμαστο
✦ με γεν. διαιρετική της ίδιας λ., για επίταση της έννοιας: θαύμα θαυμάτων
✦ (η λ. ως επίθ., επίρρ., ή με γενική ουσιαστικού) θαυμάσιος: θαύμα φαγητό – περάσαμε θαύμα – θαύμα ζωγραφικής – αρχιτεκτονικής – μουσικής κτλ.
✦ καθετί που προκαλεί κατάπληξη, θάμπος: νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.