θαρρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
θαρρεύω μεσαιωνική ελληνική θαρρεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θαρρεύω
✦ παίρνω θάρρος, τολμώ
✦ ελπίζω, πιστεύω
✦ υποθέτω: θάρρεψα πως ήσουν εσύ κι άνοιξα την πόρτα
✦ (μέσ.) θαρρεύομαι, εμπιστεύομαι: πριν θαρρευτεί να κελαδάει και μέρα μεσημέρι (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–