θαλπωρή


θαλπωρή
Προφορά

Ετυμολογία
θαλπωρή αρχαία ελληνική θαλπωρή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η θαλπωρή

✦ ευχάριστη ζέστη, ζεστασιά
✦ (κ. μτφ.) το θερμό, εγκάρδιο περιβάλλον: πάντα αναζητούσε τη θαλπωρή του σπιτιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.