θίασος


θίασος
Προφορά

Ετυμολογία
θίασος αρχαία ελληνική θίασος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θίασος

✦ το σύνολο των ηθοποιών που συνεργάζονται σ’ ένα θέατρο
✦ συνοδεία, ακολουθία πομπική: σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτα ακουσθεί αόρατος θίασος να περνά με μουσικές εξαίσιες, με φωνές (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.