θέμελο


θέμελο
Προφορά

Ετυμολογία
θέμελο αρχαία ελληνική θεμέλιον, └ουδ┘ του επιθέτου θεμέλιος

Ερμηνεία
θέμελο

✦ (Κ θεμέλιον) η κατασκευή που χρησιμεύει ως βάση σε οικοδομή ή τεχνικό έργο
✦ (εύχρ. ιδ. στον πληθ.): το σπίτι έχει γερά θεμέλια
(μτφ. ) στήριγμα: το θεμέλιο της δημοκρατίας
✦ φρ. εκ θεμελίων, από τη βάση, συθέμελα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.