θέλω
Προφορά
Ετυμολογία
θέλω αρχαία ελληνική θέλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θέλω
✦ έχω την πρόθεση, τη διάθεση να κάνω κάτι
✦ επιζητώ, επιδιώκω: ήθελές τα κι έπαθές τα (παροιμ. φρ.)
✦ επιθυμώ
✦ (ειδ.) ποθώ ερωτικά: φρ. τα θέλει, επιδιώκει ερωτικές σχέσεις
✦ επιχειρώ, προσπαθώ: θέλησε να μπει κρυφά
✦ συναινώ, αποδέχομαι
✦ απαιτώ, αξιώνω: θέλω να γίνει με κάθε τρόπο
✦ έχω ανάγκη, χρειάζομαι: θέλω λίγα ακόμα για να ξοφλήσω
✦ οφείλω, χρωστώ: σου θέλω κάτι ρέστα
✦ φρ. θέλω να πω, εννοώ ότι – τι τα θες, έτσι κι άλλιώς – λίγο ήθελε να… παραλίγο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–