θέλημα
Προφορά
Ετυμολογία
θέλημα αρχαία ελληνική θέλημα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το θέλημα
✦ θέληση, επιθυμία: δεν πρόκειται να γίνει το θέλημά του, κι ας φωνάζει
✦ εκτέλεση μικροδουλειάς: ζει με όσα οικονομάει από θελήματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–