θέλγητρο


θέλγητρο
Προφορά

Ετυμολογία
θέλγητρο αρχαία ελληνική θέλγητρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το θέλγητρο

✦ το μέσο που θέλγει, τραβά, σαγηνεύει: έχει πολλά θέλγητρα, πρέπει να ομολογηθεί

Συνώνυμα
χάρη, γοητεία
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.