θέαμα
Προφορά
Ετυμολογία
θέαμα αρχαία ελληνική θέαμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το θέαμα
✦ καθετί που βλέπουμε: φρικτόν, θλιβερόν θέαμα τριγύρω μου (Α. Κάλβος) – όταν ανεβήκαμε στην ταράτσα, αντικρίσαμε ένα υπέροχο θέαμα
✦ θεατρική παράσταση, κινηματογραφική προβολή κτλ.: το κοινό, τελευταία, έδειχνε φανερή κλίση προς τα τραγικά θεάματα (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–