θάλλω
Προφορά
Ετυμολογία
θάλλω αρχαία ελληνική θάλλω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θάλλω
✦ βλασταίνω, ανθίζω: ω, να μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει, μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής (Κ. Καρυωτάκης)
✦ (μτφ. ) είμαι ζωηρός, ακμαίος
✦ (μτφ. ) ακμάζω
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–