ηχώ
Προφορά
Ετυμολογία
ηχώ αρχαία ελληνική ἠχῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ηχώ -είς, -εί
✦ αναδίδω ήχο ύστερα από κρούση: η τελευταία καμπάνα σήμερον ηχεί (Τ. Παπατσώνης)
✦ παράγω ήχο
✦ αποδίδω την ηχώ, αντηχώ
✦ (μτφ. ) έχω απήχηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–