ηφαιστειακός


ηφαιστειακός
Προφορά

Ετυμολογία
ηφαιστειακός ηφαίστειον

Ερμηνεία
επίθετο┘ ηφαιστειακός -ή, -ό

✦ ο του ηφαιστείου: ηφαιστειακός κώνος
✦ ο σχετικός με τα ηφαίστεια, που προέρχεται από ηφαίστειο: ηφαιστειακή δράση – έκρηξη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.