ησυχασμός
Προφορά
Ετυμολογία
ησυχασμός ησυχάζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ησυχασμός
✦ ψυχική γαλήνη, ηρεμία
✦ (θρησκ.) η μοναστική τάση
✦ μυστικιστικό κίνημα, του οποίου οι οπαδοί είχαν σκοπό την απόλυτη και παθητική εγκατάλειψη της ψυχής τους στο θεό, με την εσωτερική προσευχή και συγκέντρωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–