ηνωμένος
Προφορά
Ετυμολογία
ηνωμένος μτχ. παθητ. πρκμ. του αρχαίου ελληνικού ρ. ἑνῶ (= ενώνω)
Ερμηνεία
ηνωμένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) η λ., συνηθ., σε ονομασίες κρατών, οργανισμών κτλ.: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Η.Π.Α.), Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–